εκκυβεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκκυβεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκκυβεύω < (καθαρεύουσα) ἐκκυβεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκκυβεύω (παίζω στα ζάρια, διακυβεύω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ciˈve.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐κυ‐βεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκκυβεύω, αόρ.: εκκύβευσα, παθ.φωνή: εκκυβεύομαι, π.αόρ.: εκκυβεύθηκα/εκκυβεύθην

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]