ἐρημο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ερημο-

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐρημο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐρημο- < ἐρῆμος. Συγχρονικά αναλύεται σε ἔρημ(ος) + -ο-

Πρόθημα[επεξεργασία]

ἐρημο- ή ἐρημό- & ἐρημ-

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐρημο- < ἐρῆμ(ος) + -ο-

Πρόθημα[επεξεργασία]

ἐρημο- ή ἐρημό-

Σύνθετα[επεξεργασία]