-εῖον
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθημα
[επεξεργασία]-εῖον
- παραγωγική κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν:
- αντικείμενο ή εργαλείο, όργανο διά του οποίου γίνεται κάποια δράση
- τόπο, λ.χ. εργαστήριο
- ποιέω > ποιεῖον (τόπος στο οποίο κατασκευάζεται κάτι, εργαστήριο)
- ἡνία + ποιεῖον > ἡνιοποιεῖον (εργαστήριο κατασκευής χαλιναριών)