Atmung

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Atmung
γενική der Atmung
δοτική der Atmung
αιτιατική die Atmung

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Atmung (de) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  atmen