Deo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Deo αρσενικό
- Deus, στη δοτική και την αφαιρετική του ενικού