EV
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
EV | EVs |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
EV (en) αρκτικόλεξο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Σύμβολο[επεξεργασία]
EV (fr) αρσενικό
- (ηλεκτρισμός, φυσική) συντομογραφία του exavolt, μονάδα μέτρησης της ηλεκτρεγερτικής δύναμης, που στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων ισούται με 1018 βολτ