Μετάβαση στο περιεχόμενο

I'd

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
I'd: συναίρεση του I + 'd (would ή had)

Συγχώνευση

[επεξεργασία]

I'd (en)

  1. θα ή οποιαδήποτε χρήση του I + would
      I'd (=I would) be interested to learn what happened.
    Θα με ενδιαφέρει να μάθω τι συνέβη.
      I'd (=I would) think he is about twenty years old.
    Νομίζω ότι είναι σχεδόν είκοσι χρονών.
  2. είχα, όταν χρησιμοποιείται για να σχηματίσει το past perfect ή το past perfect continuous στα αγγλικά
      I'd (=I had) already arrived.
    Είχα ήδη φτάσει.
      I'd (=I had) been sleeping when he called me.
    Κοιμόμουν όταν μου τηλεφώνησε.