MOOC
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
MOOC | MOOCs |
- (εκπαίδευση) μαζικό ανοικτό διαδικτυακό μάθημα: μάθημα σχεδιασμένο για ευρύ κοινό, το οποίο προσφέρεται στον Παγκόσμιο Ιστό από ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα και συνήθως είναι δωρεάν
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
MOOC στην αγγλική Βικιπαίδεια