Mischung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Mischung | die | Mischungen |
γενική | der | Mischung | der | Mischungen |
δοτική | der | Mischung | den | Mischungen |
αιτιατική | die | Mischung | die | Mischungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Mischung (de) θηλυκό
- το μείγμα