Notiz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Notiz | die Notizen |
γενική | der Notiz | der Notizen |
δοτική | der Notiz | den Notizen |
αιτιατική | die Notiz | die Notizen |
Notiz (de) θηλυκό