Ordnung

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Ordnung die Ordnungen
γενική der Ordnung der Ordnungen
δοτική der Ordnung den Ordnungen
αιτιατική die Ordnung die Ordnungen

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ordnung (de) θηλυκό