Ordnung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ordnung (de) θηλυκό
- η τάξη
- er kennt keine Ordnung - δεν γνωρίζει τι εστί τάξη (= είναι πολύ ακατάστατος)