Schild

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Schild (de) αρσενικό ή ουδέτερο

  1. ασπίδα
  2. σήμα (π.χ. του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας), πληροφοριακή πινακίδα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Schild (de)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Schild (nl)