Steigung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Steigung | die | Steigungen |
γενική | der | Steigung | der | Steigungen |
δοτική | der | Steigung | den | Steigungen |
αιτιατική | die | Steigung | die | Steigungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Steigung (de) θηλυκό
- η ανηφοριά