Taşkaldıran
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Taşkaldıran < ίσως από επάγγελμα: taş (πέτρα) + kaldırmak (σηκώνω, απομακρύνω)· κυριολεκτικά: «αυτός που μεταφέρει / απομακρύνει πέτρες» (π.χ. στα λατομεία). • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Taşkaldıran (tr)
- (σπάνιο) Τασκαλντιράν, επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)