Taşkaldıran
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Taşkaldıran < ίσως από επάγγελμα: taş (πέτρα) + kaldırmak (σηκώνω, απομακρύνω)· κυριολεκτικά: «αυτός που μεταφέρει / απομακρύνει πέτρες» (π.χ. στα λατομεία). • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Taşkaldıran (tr)
- (σπάνιο) Τασκαλντιράν, επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)