Tor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Tor < The onion routing

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɔɹ/
 

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Tor (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Tor στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]



Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Tor (bs) αρσενικό



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]

Tor (de) αρσενικό

Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]

Tor (de) ουδέτερο

  1. η πόρτα
  2. (αθλητισμός) τέρμα

Σύνθετα[επεξεργασία]



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Tor (no) αρσενικό



Νεονορβηγικά (nn)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Tor (nn) αρσενικό



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Tor (sv) αρσενικό