Verwüstung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Verwüstung | die | Verwüstungen |
γενική | der | Verwüstung | der | Verwüstungen |
δοτική | der | Verwüstung | den | Verwüstungen |
αιτιατική | die | Verwüstung | die | Verwüstungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Verwüstung (de) θηλυκό
- η ερήμωση