Wiederholung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Wiederholung | die | Wiederholungen |
γενική | der | Wiederholung | der | Wiederholungen |
δοτική | der | Wiederholung | den | Wiederholungen |
αιτιατική | die | Wiederholung | die | Wiederholungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Wiederholung (de) θηλυκό