absolution
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ap.sɔ.lu.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
absolution | absolutions |
absolution (fr) θηλυκό
- συγχώρηση
- (θρησκεία) άφεση αμαρτιών
- donner l'absolution - δίνω την άφεση των αμαρτιών
- (νομικός όρος) η αθώωση
- l'absolution lui fut donnée par l'opinion publique - η κοινή γνώμη τον αθώωσε