acquit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | acquit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | acquits |
αόριστος | acquitted |
παθητική μετοχή | acquitted |
ενεργητική μετοχή | acquitting |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
acquit (en)
- αθωώνω, απαλλάσσω
- ↪ She was acquitted thanks to her thorough defense.
- Αθωώθηκε χάρη στην εμπεριστατωμένη συνηγορία της.
- ↪ He was acquitted of the charge.
- Απαλλάχτηκε από την κατηγορία.
- ↪ She was acquitted thanks to her thorough defense.
- (επίσημο) συμπεριφέρομαι
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
acquit | acquits |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
acquit (fr) αρσενικό
- Pour acquit. Εξοφλήθηκε. (Μνεία με ημερομηνία και υπογραφή που φέρεται πάνω σε ένα έγγραφο σαν αναγνώριση πληρωμής.)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Par acquit de conscience. Για να έχει κάποιος ήσυχη τη συνείδησή του, για να μην μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει.
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αυστραλιανά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)