acquit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας acquit
γ΄ ενικό ενεστώτα acquits
αόριστος acquitted
παθητική μετοχή acquitted
ενεργητική μετοχή acquitting

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /əˈkwɪt/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

acquit (en)

  1. αθωώνω, απαλλάσσω
    She was acquitted thanks to her thorough defense.
    Αθωώθηκε χάρη στην εμπεριστατωμένη συνηγορία της.
    He was acquitted of the charge.
    Απαλλάχτηκε από την κατηγορία.
  2. (επίσημο) συμπεριφέρομαι

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
acquit acquits


Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ki/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

acquit (fr) αρσενικό

Pour acquit. Εξοφλήθηκε. (Μνεία με ημερομηνία και υπογραφή που φέρεται πάνω σε ένα έγγραφο σαν αναγνώριση πληρωμής.)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Par acquit de conscience. Για να έχει κάποιος ήσυχη τη συνείδησή του, για να μην μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει.

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]