actively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | actively |
συγκριτικός | more actively |
υπερθετικός | most actively |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]actively (en)
- ενεργά
- ↪ He actively participated in the discussion.
- Συμμετείχε ενεργά στη συζήτηση.
- ↪ He actively participated in the discussion.