Μετάβαση στο περιεχόμενο

actively

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός actively
συγκριτικός more actively
υπερθετικός most actively

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
actively < active + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

actively (en)

  • ενεργά, ενεργητικά, δραστήρια
      He actively participated in the discussion.
    Συμμετείχε ενεργά/ενεργητικά στη συζήτηση.
      He got actively involved in politics.
    Αναμείχτηκε δραστήρια στην πολτική.