adapter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adapter (en)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
adapter στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
adapter (fr)
[επεξεργασία]
- adaptabilité
- adaptable
- adaptateur - adaptatrice
- adaptatif - adaptative
- adaptation
- inadaptable
- inadaptation
- inadapté - inadapté
- réadaptation
- réadapter
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adapter (pl) αρσενικό
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adapter (sv)
- αντάπτορας, εξάρτημα που επιτρέπει την προσαρμογή δύο συσκευών
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (βρετανικά αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ρήματα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)