Μετάβαση στο περιεχόμενο

adresser

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adresser < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική adrecier < (ad-) a- + drecier / drecer < δημώδης λατινική *dīrectiāre < λατινική directus < dirigere < dis- + rego < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃réǵeti < *h₃reǵ- (ευθυγραμμίζω, ευθύς, σωστός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.dʁɛ.se/
 

adresser (fr)

  1. (μεταβατικό) απευθύνω, αποτείνω
  2. (pronominal: αντωνυμικό) απευθύνομαι
    en cas d'absence, adressez-vous à l'accueil - σε περίπτωση απουσίας, απευθυνθείτε στην ρεσεψιόν