aigreur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aigreur aigreurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aigreur (fr) θηλυκό

  1. (γαστρονομία) η ξινίλα
     αντώνυμα: douceur
  2. (μεταφορικά) δριμύτητα, κακή διάθεση που εμφανίζεται με δυσάρεστες παρατηρήσεις στον άλλον
     αντώνυμα: aménité, sérénité

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη aigre