aigreur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aigreur | aigreurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aigreur (fr) θηλυκό
- (γαστρονομία) η ξινίλα
- (μεταφορικά) δριμύτητα, κακή διάθεση που εμφανίζεται με δυσάρεστες παρατηρήσεις στον άλλον
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη aigre