ξινίλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξινίλα | οι | ξινίλες |
γενική | της | ξινίλας | — | |
αιτιατική | την | ξινίλα | τις | ξινίλες |
κλητική | ξινίλα | ξινίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξινίλα θηλυκό
- δυσάρεστη μυρωδιά ξινού
- (συνήθως στον πληθυντικό: ξινίλες) δυσάρεστη γεύση ξινού που ανεβαίνει από το στομάχι στο στόμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ξινός