ξινίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξινίλα οι ξινίλες
      γενική της ξινίλας
    αιτιατική την ξινίλα τις ξινίλες
     κλητική ξινίλα ξινίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξινίλα < ξινός + -ίλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξινίλα θηλυκό

  1. δυσάρεστη μυρωδιά ξινού
  2. (συνήθως στον πληθυντικό: ξινίλες) δυσάρεστη γεύση ξινού που ανεβαίνει από το στομάχι στο στόμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]