aimant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aimant | aimants |
θηλυκό | aimante | aimantes |
aimant (fr)
- που προσφέρει αγάπη
Μετοχή[επεξεργασία]
aimant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aimant | aimants |
aimant (fr)
- o μαγνήτης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- aimant - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- aimant - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé