aimant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ.mɑ̃/
 
ομόηχα:  aimant και aimants

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό aimant aimants
θηλυκό aimante aimantes

aimant (fr)

Μετοχή

[επεξεργασία]

aimant (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aimant aimants

aimant (fr)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]