Μετάβαση στο περιεχόμενο

aimlessly

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός aimlessly
συγκριτικός more aimlessly
υπερθετικός most aimlessly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aimlessly < aimless + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

aimlessly (en)