alert
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- alert < (άμεσο δάνειο) γαλλική alerte
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /əˈlɜːt/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : a‐lert
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | alert |
συγκριτικός | more alert |
υπερθετικός | most alert |
alert (en)
- σε εγρήγορση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alert | alerts |
alert (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η επιφυλακή, κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι προσέχουν τον κίνδυνο και είναι έτοιμοι να τον αντιμετωπίσουν
- ⮡ Police are warning the public to be on the alert for suspicious packages.
- Η αστυνομία προειδοποιεί το κοινό να είναι σε επιφυλακή για ύποπτα πακέτα.
- ⮡ The entire state apparatus was put on alert to deal with the natural disaster.
- Την αντιμετώπιση της θεομηνίας τέθηκε σε επιφυλακή ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε την έκφραση on standby
- ⮡ Police are warning the public to be on the alert for suspicious packages.
- ο συναγερμός, προειδοποίηση για κίνδυνο ή πρόβλημα
- η ειδοποίηση, σήμα σε μια ηλεκτρονική συσκευή που ενημερώνει τον χρήστη για κάτι ή του θυμίζει να κάνει κάτι
- ⮡ I get too many alerts on my phone.
- Παίρνω πάρα πολλές ειδοποιήσεις στο τηλέφωνό μου!
- ⮡ How do I change the alert tone on my phone?
- Πώς να αλλάξω τον ήχο ειδοποίησης στο κινητό μου;
- συγκρίνετε με το: notification
- ⮡ I get too many alerts on my phone.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | alert |
γ΄ ενικό ενεστώτα | alerts |
αόριστος | alerted |
παθητική μετοχή | alerted |
ενεργητική μετοχή | alerting |
alert (en)