Μετάβαση στο περιεχόμενο

alert

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alert < (άμεσο δάνειο) γαλλική alerte

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əˈlɜːt/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: alert

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός alert
συγκριτικός more alert
υπερθετικός most alert

alert (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alert alerts

alert (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η επιφυλακή, κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι προσέχουν τον κίνδυνο και είναι έτοιμοι να τον αντιμετωπίσουν
      Police are warning the public to be on the alert for suspicious packages.
    Η αστυνομία προειδοποιεί το κοινό να είναι σε επιφυλακή για ύποπτα πακέτα.
      The entire state apparatus was put on alert to deal with the natural disaster.
    Την αντιμετώπιση της θεομηνίας τέθηκε σε επιφυλακή ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός.
     συνώνυμα:  δείτε την έκφραση on standby
  2. ο συναγερμός, προειδοποίηση για κίνδυνο ή πρόβλημα
      a wireless alert system - ασύρματο σύστημα συναγερμού
     συνώνυμα: alarm
  3. η ειδοποίηση, σήμα σε μια ηλεκτρονική συσκευή που ενημερώνει τον χρήστη για κάτι ή του θυμίζει να κάνει κάτι
      I get too many alerts on my phone.
    Παίρνω πάρα πολλές ειδοποιήσεις στο τηλέφωνό μου!
      How do I change the alert tone on my phone?
    Πώς να αλλάξω τον ήχο ειδοποίησης στο κινητό μου;
    συγκρίνετε με το: notification
ενεστώτας alert
γ΄ ενικό ενεστώτα alerts
αόριστος alerted
παθητική μετοχή alerted
ενεργητική μετοχή alerting

alert (en)