alvus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alvus (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alvus | alvī |
γενική | alvī | alvōrum |
δοτική | alvō | alvīs |
αιτιατική | alvum | alvōs |
κλητική | alve | alvī |
αφαιρετική | alvō | alvīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- alvus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.