antaŭadamulo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
antaŭadamulo < antaŭ + Adam(o) + ulo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική antaŭadamulo antaŭadamuloj
αιτιατική antaŭadamulon antaŭadamulojn

antaŭadamulo (eo)

  • που πιστεύει ότι ο Αδάμ δεν ήταν ο πρώτος άνθρωπος αλλά ότι υπήρχαν άλλοι πριν από αυτόν

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]