apex
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
λατινικά apex < λατινικά apere, apō
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈeɪpɛks/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
apex (en) ενικός (apices ή apexes πληθυντικός)
- η κορυφή