apex

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
apex apices / apexes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

apex > (λόγιο δάνειο) λατινική apex

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈeɪpɛks/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

apex (en)

  1. η κορυφή
  2. η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα
    the apex of my career - το αποκορύφωμα της καριέρας μου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη peak



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]