ascendance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ascendance ascendances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ascendance (fr) θηλυκό

  1. η καταγωγή, οι πρόγονοι
  2. (αστρονομία) η άνοδος ενός άστρου σχετικά με τον ορίζοντα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]