assess

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας assess
γ΄ ενικό ενεστώτα assesses
αόριστος assessed
παθητική μετοχή assessed
ενεργητική μετοχή assessing

Ρήμα[επεξεργασία]

assess (en)

  1. αποτιμώ, εκτιμώ, υπολογίζω
    I am assessing the risks.
    Εκτιμώ τους κινδύνους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη evaluate
  2. επιβάλλω ποινή (σε άθλημα)
  3. καταλογίζω (φόρο)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]