attachement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
attachement attachements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attachement (fr) αρσενικό

  1. η στοργή, η αφοσίωσηαγάπη
  2. η αναλυτική καταγραφή των έργων που εκτελεί καθημερινά μια κατασκευαστική εταιρεία
  3. η προσήλωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη attacher