avocat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | avocat | avocats |
θηλυκό | avocate | avocates |
avocat (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
avocat | avocats |
avocat (fr) αρσενικό
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]avocat (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του avocat
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un avocat | avocatul | nişte avocați | avocațiilor |
γενική | a unui avocat | avocatului | a unor avocați | avocațiilor |
δοτική | a unui avocat | avocatului | a unor avocați | avocațiilor |
αιτιατική | un avocat | avocatul | nişte avocați | avocațiilor |
κλητική | — | - | — | - |