bâbord

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.bɔːʁ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bâbord bâbords

bâbord (fr) αρσενικό

  1. το αριστερό μέρος ενός πλοίου, βλέποντας προς την πλώρη
     συνώνυμα: gauche

Αντώνυμα[επεξεργασία]