gauche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gauche < gauchir < παλαιά γαλλική gauchier. H λέξη απέκτησε τη σημασία αριστερός κατά το 16ο αιώνα, αντικαθιστώντας την αρχική senestre
Προφορά[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gauche | gauches |
Επίθετο[επεξεργασία]
gauche (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αριστερός (που βρίσκεται αριστερά)
- αδέξιος
- ≈ συνώνυμα: balourd, maladroit
- ≠ αντώνυμα: adroit
- κακοφτιαγμένος, στραβός, στραβωμένος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gauche (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
gauche | gauches |
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- gauche - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé