Μετάβαση στο περιεχόμενο

bécarre

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bécarre < (άμεσο δάνειο) ιταλική becarre b quadro, τετράγωνο b

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /be.kaʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bécarre bécarres

bécarre (fr) αρσενικό

  1. (μουσική) η αναίρεση ()
    le bécarre annule l'altération d'un dièse ou d'un bémol
    η αναίρεση ακυρώνει την αλλοίωση μιας δίεσης ή μιας ύφεσης

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • bécarre στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια