badmouth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας badmouth
γ΄ ενικό ενεστώτα badmouths
αόριστος badmouthed
παθητική μετοχή badmouthed
ενεργητική μετοχή badmouthing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
badmouth < bad + mouth

badmouth (en)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]