badmouth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | badmouth |
γ΄ ενικό ενεστώτα | badmouths |
αόριστος | badmouthed |
παθητική μετοχή | badmouthed |
ενεργητική μετοχή | badmouthing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]badmouth (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) κακολογώ, λέω δυσάρεστα πράγματα για κάποιον