bassin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bassin < παλαιά γαλλικά bacin < δημώδης λατινική baccinus / baccinum < baccus < γαλατικά *bacca
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bassin | bassins |
bassin (fr)αρσενικό
- λεκάνη, σκάφη
- (ανατομία) πύελος
- (γεωγραφία) λεκανοπέδιο
- δεξαμενή ενός ναυπηγείου