bassin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bassin < παλαιά γαλλικά bacin < δημώδης λατινική baccinus / baccinum < baccus < γαλατικά *bacca

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bassin bassins

bassin (fr)αρσενικό

  1. λεκάνη, σκάφη
  2. (ανατομία) πύελος
  3. (γεωγραφία) λεκανοπέδιο
  4. δεξαμενή ενός ναυπηγείου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]