batellerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
batellerie < bateau

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
batellerie batelleries

batellerie (fr) θηλυκό

  1. ο τομέας της οικονομίας που αφορά τις μεταφορές μέσω των ποταμών και των καναλιών
  2. το σύνολο των πλοίων που πλέουν στα ποτάμια