bathe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | bathe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bathes |
αόριστος | bathed |
παθητική μετοχή | bathed |
ενεργητική μετοχή | bathing |
Ρήμα[επεξεργασία]
bathe (en)
- (μεταβατικό) μπανιαρίζω, μπανιάρω
- ↪ She bathed the baby.
- Έκανε μπάνιο στο μωρό.
- ↪ She bathed the baby.
- (αμετάβατο) κάνω μπάνιο (στη μπανιέρα)
- (μεταβατικό, λογοτεχνικό) λούζω
- ↪ The room was bathed in moonlight.
- Το δωμάτιο ήταν λουσμένο στο φως.
- ↪ The room was bathed in moonlight.