bavette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bavette < bave

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bavette bavettes

bavette (fr) θηλυκό

  1. σαλιάρα ενός μωρού
  2. υφασμάτινο εξάρτημα που φορούν οι χειρουργοί μπροστά στο στόμα τους
  3. το πάνω μέρος μιας σαλοπέτας ή μιας ποδιάς που καλύπτει το στήθος
  4. κομμάτι βοδινού κρέατος στο κάτω πλαϊνό μέρος της ράχης