biscoctus
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]biscoctus (la)
- (γαστρονομία) ψωμί, φραντζόλα ψωμιού
Απόγονοι
[επεξεργασία]biscoctus (λατινικά)
- → ιταλικά: biscotto
- → παλαιά γαλλικά: bescuit
Πηγές
[επεξεργασία]- biscoctus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.