Μετάβαση στο περιεχόμενο

biscoctus

Από Βικιλεξικό

Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
biscoctus < εννοείται η λέξη panis (ψωμί), bis- + coctus (ψημένος) ( < coquō) κυριολεκτικά: δυο φορές ψημένος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

biscoctus (la)

Απόγονοι

[επεξεργασία]

biscoctus (λατινικά)

ιταλικά: biscotto
νέα ελληνικά: μπισκότο
παλαιά γαλλικά: bescuit
γαλλικά: biscuit
αγγλικά: biscuit