bluntly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | bluntly |
συγκριτικός | more bluntly |
υπερθετικός | most bluntly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
bluntly (en)
- ωμά, χωρίς περιστροφές, λέω κάτι χωρίς να προσπαθώ να είμαι ευγενικός
- ↪ He spoke to me bluntly.
- Μου μίλησε ωμά.
- ↪ To put it bluntly…
- Για να τα πούμε χωρίς περιστροφές…
- ↪ He spoke to me bluntly.
Πηγές[επεξεργασία]
- bluntly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 690. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιστροφή