bouchon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bouchon bouchons

bouchon (fr) αρσενικό

  1. το καπάκι, το πώμα μιας φιάλης, η τάπα
    → δείτε τις λέξεις capuchon και couvercle
  2. (οικείο) το μποτιλιάρισμα