Μετάβαση στο περιεχόμενο

boxer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
boxer boxers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
boxer < box + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boxer (en)

  1. (αθλητισμός) ο πυγμάχος, ο μποξέρ
    παράδειγμα  That boxer hits hard.
    Αυτός ο πυγμάχος χτυπάει σκληρά.
  2. μποξέρ, ράτσα σκυλιών



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/
 

boxer (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]