breakable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | breakable |
συγκριτικός | more breakable |
υπερθετικός | most breakable |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]breakable (en)
- εύθραυστος, που σπάσει εύκολα