bypass

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bypass < by- + pass

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bypass bypasses

bypass (en)

  1. η παράκαμψη
    ⮡  A road was opened for a bypass to the mountain.
    Aνοίχτηκε ένας δρόμος για την παράκαμψη του βουνού.
     συνώνυμα: detour
  2. (μεταφορικά) η παράκαμψη
    ⮡  The discussions aim for bypass of the difficulties.
    Οι συζητήσεις αποσκοπούν στην παράκαμψη των δυσκολιών.
ενεστώτας bypass
γ΄ ενικό ενεστώτα bypasses
αόριστος bypassed
παθητική μετοχή bypassed
ενεργητική μετοχή bypassing

bypass (en)

  1. παρακάμπτω, προσπερνάω από το πλάι κάτι
    ⮡  I bypass a town.
    Παρακάμπτω μια πόλη.
    ⮡  We won’t go through Larissa, we’ll bypass it.
    Δε θα μπούμε στη Λάρισα, θα την προσπεράσουμε.
     συνώνυμα: detour
  2. (μεταφορικά) παρακάμπτω, αγνοώ έναν κανόνα, ένα επίσημο σύστημα ή κάποιον που έχει εξουσία
    ⮡  We must find a way to bypass these restrictions.
    Πρέπει να βρούμε τρόπο να παρακάμψουμε αυτούς τους περιορισμούς.