detour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
detour | detours |
detour (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | detour |
γ΄ ενικό ενεστώτα | detours |
αόριστος | detoured |
παθητική μετοχή | detoured |
ενεργητική μετοχή | detouring |
detour (en)
- παρακάμπτω, προσπερνώ από το πλάι κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 204. ISBN 9780194325684., λήμμα: γύρος