camail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
camail camails

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

camail (fr) αρσενικό

  1. στο Μεσαίωνα, κάλυμμα από μεταλλικούς κρίκους που προστάτευε το κεφάλι, το λαιμό και τους ώμους
  2. κοντή πελερίνα των κληρικών
  3. (ορνιθολογία) μεγάλα φτερά στον λαιμό και το στήθος του κόκορα